- σκηνώματος
- σκήνωμαquartersneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παβιόνι — το (κυρίως στον Ερωτόκρ.) κατασκευή από στερεό και αδιάβροχο ύφασμα που μοιάζει με μικρό καλύβι, σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παβιόνι(ο)ν < γαλλ. pavillon < λατ. papilio, «είδος σκηνώματος»] … Dictionary of Greek